Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ | ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΜΠΟΛΗΣ - ΜΙΑ ΦΙΛΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΙΣΤΟΡΙΑ

Καποδίστριας και Δομπόλης: Βίοι Παράλληλοι

Μια Ιστορική Γνωριμία

Πετρούπολη, Ιανουάριος 1809. Ένας τριαντατριάχρονος Κερκυραίος κόμης, επιστήμονας σπουδαγμένος στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και πολιτικός έμπειρος από τη σταδιοδρομία του στα Ιόνια Νησιά, κατέφθασε στην πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Ο νεαρός αριστοκράτης δεν γνώριζε κανέναν στο πρωτόγνωρο αυτό περιβάλλον και έτσι απευθύνθηκε σε έναν σχεδόν συνομήλικο του ομογενή από την Ήπειρο, πετυχημένο έμπορο και τραπεζίτη, στο σπίτι του οποίου και εγκαταστάθηκε.

Στις 17 Ιανουαρίου, ο καταπονημένος φιλοξενούμενος, που δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γνώρισε τον οικοδεσπότη του, τον Ιωάννη Δομπόλη, με τον οποίον έμελλε να συνδεθεί με στενούς δεσμούς ειλικρινούς φιλίας και να μοιραστεί ένα μεγαλόπνοο όραμα για την πορεία του ελληνισμού.

Ο Ιωάννης Δομπόλης γεννήθηκε το 1769 στη Νίζνα της σημερινής Ουκρανίας. Εκεί, φοίτησε στο φημισμένο για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης Ελληνικό Σχολείο και απέκτησε τις πρώτες του κοινωνικές δεξιότητες σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, περιστοιχισμένος από μέλη σημαντικών οικογενειών της ελληνικής κοινότητας της περιοχής.

Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε την οικογένειά του στην Πετρούπολη, όπου ξεκίνησε μία δυναμική καριέρα αρχικά βοηθώντας τον πατέρα του στις εμπορικές υποθέσεις και αναλαμβάνοντας σταδιακά μόνος του τη διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης. Πνεύμα ανήσυχο, εργατικό και ευφυές, σύντομα ασχολήθηκε με τις τραπεζικές επιχειρήσεις, όπου και διέπρεψε. Ως εύπορος τραπεζίτης πλέον, ο Δομπόλης συγκαταλέχθηκε μεταξύ των εκλεκτών μελών της ελίτ της ρωσικής πρωτεύουσας.

Σε αυτή τη φάση της ζωής του γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, με τον οποίον έκτοτε θα ζούσαν «βίους παράλληλους».
(Κώστα Ηλιάδη, Ιωάννης Καποδίστριας, π. 1960, ελαιογραφία, Κεντρικό Κτήριο Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.)
(Χρήστου Λάμπρου, Ιωάννης Δομπόλης, 2020, ακρυλικά, Συλλογή Ιδρύματος Ιωσήφ και Εσθήρ Γκανή, Ιωάννινα.)

Από Ταμίας της Φιλομούσου Εταιρείας Ταμίας της Ελληνικής Πολιτείας

Οι πρώτες κιόλας συζητήσεις των δύο ανδρών περιστράφηκαν γύρω από τη βαθιά επιθυμία τους για φωτισμό των «δυστυχισμένων συμπατριωτών τους».

Ο Καποδίστριας, πεπεισμένος πως οι διεθνείς συνθήκες ήταν απαγορευτικές για έναν ελληνικό ξεσηκωμό, θεωρούσε ότι μία επανάσταση θα ήταν καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καταλληλότερη οδός για τη βελτίωση της βιοτικής κατάστασης των Ελλήνων ήταν η παιδεία.

Το 1814, ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Βιέννης και φέροντας πλέον το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών, ο Καποδίστριας ενημερώθηκε για την ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας των Αθηνών, η οποία στόχευε στη συγκρότηση σχολικών δομών και την περίσωση αρχαιοτήτων. Άμεσα προχώρησε στην ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης και την έθεσε υπό την αιγίδα του τσάρου. Η εταιρεία του Καποδίστρια, που σκοπό είχε την ενίσχυση της ομώνυμης εταιρείας των Αθηνών, επεκτάθηκε σύντομα. Πράγματι, μέχρι τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, φαίνεται να επιτέλεσε σημαίνον έργο, καλλιεργώντας ένα αίσθημα ευρωπαϊκής εύνοιας προς το ελληνικό ζήτημα και προωθώντας τις θέσεις του.

Το 1818, σε μία κρίσιμη στιγμή για την Εταιρεία, ο Ιωάννης Δομπόλης επανήλθε στο προσκήνιο, αναλαμβάνοντας το ταμείο και ουσιαστικά τη διαχείρισή της. Ο μεθοδικός τραπεζίτης κατάφερε πράγματι να ανταποκριθεί στις επιταγές της θέσης του και να οδηγήσει τα οικονομικά της Εταιρείας σε φάση άνθησης.

Οι πολύτιμες διαχειριστικές ικανότητες του Δομπόλη δεν ήταν άσχετες με το ότι, όταν, το 1827, ο Καποδίστριας ανέλαβε πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας, τον κάλεσε να αναλάβει το αξίωμα του Ταμία της Ελλάδος. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, οι πολλές διαφορετικές θέσεις που κατέλαβε τον κατέστησαν βασικό ιθύνοντα νου της κρατικής οικονομικής πολιτικής της νεοσύστατης Ελλάδας. Ο Δομπόλης στάθηκε στο ύψος των χαωδών συνθηκών και κατάφερε να υποστηρίξει το μεγαλόπνοο όραμα του Καποδίστρια για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους.

Παρ’ όλη την επιθυμία του να συνεχίσει να εργάζεται για την Ελληνική Πολιτεία, ο Δομπόλης αναγκάστηκε από την ασθενική του κράση να παραιτηθεί. Στις 14 Ιανουαρίου 1830, πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την Πετρούπολη, έχοντας δημιουργήσει «τάξη και αρμονία» στα πρώτα οικονομικά κατάστιχα του Ελληνικού Κράτους.

Έργα της Έκθεσης

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια

Σπάνια απεικόνιση του Ιωάννη Καποδίστρια, τυπωμένη στην Κέρκυρα. Ο πολιτικός απεικονίζεται με στολή διπλωμάτη και ανάρριχτο βαρύ παλτό. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται κρυμμένο στον επενδύτη του· στερεότυπη ένδειξη σεμνότητας και μετριοφροσύνης. Κάτω από το πέτο του φέρει τον αστέρα του Κυβερνήτη της Ελλάδος, ενώ στο δεξί του χέρι κρατά περγαμηνή με την επιγραφή τοῖς φίλοις.

(Αγνώστου, Ιωάννης Καποδίστριας: Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, χαλυβδογραφία - λιθογραφία, π. 1911-1921, τυπογραφείο αδελφών Γεράσιμου Ασπιώτη, Κέρκυρα, Συλλογή Δημήτρη Παυλόπουλου)
(Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Καποδιστριακό Αρχείο / Τζούλης Παπασταύρου, Ιωάννης Δομπόλης, 2009, χρωματιστά μολύβια, Αναστάσιου Παπασταύρου, Ηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες: Ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο, τ. Α’, Ιωάννινα 2010)

Προσωπογραφία και Επιστολή του Ιωάννη Δομπόλη

Το σχέδιο στηρίζεται σε σκίτσο άγνωστου καλλιτέχνη, βασισμένο σε πληροφορίες του Ηπειρώτη λογοτέχνη και δημοσιογράφου Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937), που είχε επισκεφθεί τον Δομπόλη στην Αγία Πετρούπολη το 1896, και δημοσιευμένο στην εφημερίδα Ηπειρωτικόν Μέλλον.

Κεντρικό θέμα της επιστολής του Δομπόλη προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, στις 23 Οκτωβρίου 1818, αποτελεί η ανησυχία του για την βαριά του ασθένεια, τις αιμοπτύσεις που τον ταλαιπωρούσαν για μέρες. Η ταραχή του έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο γιατρός του τον ενημέρωσε πως δεν γνώριζε την αιτία της νόσου του. Μετά από πέντε ημέρες θεραπείας με ορό γάλακτος και ταμάρινδο (φαρμακευτικό φυτό), ο Δομπόλης ξεκίνησε να κάνει τους πρώτους μικρούς περιπάτους, χωρίς όμως να έχει νιώσει ουσιαστική βελτίωση στην υγεία του. Η επιστολή, που δεν παραλείπει να αναφερθεί σε ζητήματα οικονομικής και εμπορικής φύσης, καθώς και σε υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο συντάκτης απέναντι στον παραλήπτη, είναι ενδεικτική του βαθύτατου σεβασμού και της εκτίμησης που υπήρχε μεταξύ των δύο ανδρών. Παράλληλα, το ύφος του κειμένου καταδεικνύει ότι, παρά τους όποιους επιστολογραφικούς τύπους, η επικοινωνία εξελίσσεται μεταξύ δύο πραγματικών φίλων, που δεν διστάζουν να φανερώσουν το ενδιαφέρον τους ο ένας για τον άλλον και να εκφραστούν με ευθύτητα, εγκαρδιότητα και, ορισμένες φορές, χιούμορ. Χαρακτηριστικά, ο Δομπόλης, ειρωνευόμενος την άγνοια του γιατρού του, τον αποκαλεί Δρ Μινχάουζεν.

(G. Forni, Αλέξανδρος Στούρτζας, μετά το 1854, μάρμαρο, Κεντρικό Κτήριο Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, φωτ. Άρη Κατωπόδη / Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Καποδιστριακό Αρχείο)

Προτομή και Επιστολή του Αλέξανδρου Στούρτζα

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μετά την άφιξή του στην Πετρούπολη, το 1809, ήρθε σε επαφή, χάρη στον Ιωάννη Δομπόλη, με την ελίτ της ρωσικής πρωτεύουσας. Μεταξύ πολλών σημαινόντων προσωπικοτήτων, γνωρίστηκε με μέλη της οικογένειας Σκαρλάτου-Στούρτζα. Ο Αλέξανδρος Στούρτζας (1791-1854), ο οποίος τότε υπηρετούσε ως κρατικός λειτουργός στο Υπουργείο Εξωτερικών, συνδέθηκε με στενούς δεσμούς με τον Καποδίστρια, υπό τον οποίον επρόκειτο να εργαστεί, λίγο αργότερα, ως βοηθός και προσωπικός του γραμματέας. Ο Στούρτζας κατέλαβε σημαντικές θέσεις στο ρωσικό δημόσιο, σχετιζόμενες ως επί το πλείστον με τον χώρο της παιδείας, ενώ παράλληλα, όντας και μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης, στήριξε έμπρακτα το σχέδιο του Καποδίστρια για διαφωτισμό των νέων Ελλήνων, ενισχύοντας οικονομικά τις σπουδές τους στη Δυτική Ευρώπη. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο πολυπράγμων αριστοκράτης, αν και θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για ξεσηκωμό, δεν έπαψε να αγωνίζεται για τη δικαίωση του ελληνικού σκοπού. Κινητοποίησε τις διεθνείς του υψηλές επαφές και παρείχε υλική και ηθική υποστήριξη στους επαναστάτες. Πιστός φίλος του Καποδίστρια και πολύτιμος συνεργάτης του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, συνέταξε παιδαγωγικό πρόγραμμα, βασισμένο στη συντακτικογραμματική ανάλυση αρχαιοελληνικών και εκκλησιαστικών κειμένων, συνεισφέροντας κομβικά στη συγκρότηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ευπαθής και φιλάσθενη φύση ο Αλέξανδρος Στούρτζας, το 1822, αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική για λόγους υγείας και εγκαταστάθηκε στα προάστια της Οδησσού. Από εκεί έστειλε την παραπάνω επιστολή στον περιπόθητό του φίλο Ιωάννη Δομπόλη. Ο Στούρτζας αναφέρεται σε εμπορική τους δοσοληψία και σημειώνει ότι η υγεία του ὠφελεῖται ὁπωσοῦν ἀπό τό γλυκύτερον κλίμα της νέας του κατοικίας. Το ειλικρινές και ουσιώδες ενδιαφέρον μεταξύ των δύο φίλων είναι διάχυτο σε ολόκληρο το κείμενο της επιστολής.

Προτομή της Ρωξάνδρας Στούρτζα

Η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786-1844), αδελφή του Αλέξανδρου, γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1809, σε ηλικία 23 ετών, διορισμένη ως δεσποινίδα επί των τιμών στο πλευρό της τσαρίνας Ελισάβετ (1779-1826). Υπήρξε εξαιρετικά δραστήριο μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης και προσέφερε τα μέγιστα στην προσπάθεια μόρφωσης των ελληνοπαίδων της Δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης διεξήγε σημαίνον φιλανθρωπικό έργο, φροντίζοντας για την περίθαλψη των Ελλήνων προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Οδησσό και τη μόρφωση των παιδιών τους. Κορωνίδα της ανθρωπιστικής της δράσης υπήρξε η σύσταση της Ευεργετικής Εταιρείας Οδησσού.

Η αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα στην Στούρτζα και τον Καποδίστρια, παρά την υποβόσκουσα επιθυμία, δεν εξελίχθηκε σε επίσημο δεσμό και περιορίστηκε στο επίπεδο ενός ανεκπλήρωτου, πλατωνικού έρωτα. Όπως φαίνεται, τα δύο αυτά πρόσωπα, αν και βαθιά ήλπιζαν να ενώσουν τις ζωές τους, επέλεξαν να αφοσιωθούν στους υψηλούς τους στόχους και, φτάνοντας στην αυταπάρνηση, να κινητοποιηθούν με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον.

(G. Forni, Ρωξάνδρα Στούρτζα, 1846, μάρμαρο, Κεντρικό Κτήριο Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, φωτ. Άρη Κατωπόδη)
(Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος)

Κατάλογος Εσόδων και Εξόδων του Γυμνασίου του Πηλίου Όρους

Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης, πέραν της οικονομικής ενίσχυσης που προσέφερε στην ομώνυμη Εταιρεία των Αθηνών, στήριζε και το εξέχον εκπαιδευτικό έργο του Γυμνασίου του Πηλίου Όρους. Στο σχετικό έγγραφο, μεταξύ 25 Απριλίου και 5 Μαΐου 1815, ξεχωρίζουν τα ονόματα του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου (1765-1828), του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, του Αλέξανδρου Στούρτζα, του Δημητρίου Μόστρα (1774-1850) και του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γαζή (1764-1828).

(Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων / Wikimedia Commons)

Διορισμός και Παραίτηση του Ιωάννη Δομπόλη ως Ταμία της Ελλάδος

Σύμφωνα με το διάταγμα υπ’ αριθμόν 191 του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, το οποίο δημοσιεύτηκε στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, ο Ιωάννης Δομπόλης διορίστηκε, στις 7 Φεβρουαρίου 1828, Ταμίας της Ελλάδος. Η παραίτησή του κατατέθηκε και έγινε δεκτή από την Ελληνική Πολιτεία σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1829. Το Εθνικό Ταμείο, την εποχή που βρισκόταν υπό τη διεύθυνση του Δομπόλη, στεγαζόταν στον χρονολογούμενο περί τα τέλη του 17ου αιώνα Πύργο του Μαρκέλλου, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα στη Χώρα της Αίγινας.

Αποδοχή της Παραίτησης του Ιωάννη Δομπόλη

Στις 15 Νοεμβρίου 1829, ο Ιωάννης Δομπόλης κατέθεσε επισήμως την παραίτησή του, υποστηρίζοντας ότι η ταλαιπωρημένη υγεία του δεν του επιτρέπει πλέον να ασκεί τα καθήκοντα του Ταμία της Ελλάδος. Η συγκινητική απάντηση του Ιωάννη Καποδίστρια είναι ενδεικτική της ικανότητας και του ήθους του Δομπόλη, καθώς και των ανεκτίμητων εκδουλεύσεων που προσέφερε στην Ελληνική Πολιτεία. Ο Κυβερνήτης, δίχως να κρύψει την προσωπική του απογοήτευση, σημειώνει ότι η παραίτηση του καλού του φίλου τον ἐλύπησε καιρίως. Ο Καποδίστριας με τα λόγια του δίνει την εικόνα ενός ἀρίστου ὑπουργοῦ, ἡ πολυπειρία καὶ ἱκανότης τοῦ ὁποίου ἐξισοῦνται μὲ τὸν ζῆλὸν του καὶ τὴν ἄκραν του ἀφιλοκέρδειαν. Αναφορικά με το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Δομπόλη, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κατά το χρονικό διάστημα που χρημάτιζε Ταμίας της Ελλάδος δεν δέχτηκε να λάβει οὔτε τὸν ἐλάχιστον μισθὸν.

(Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Καποδιστριακό Αρχείο)
(Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)

Δαχτυλίδι του Ιωάννη Καποδίστρια

Χρυσό δαχτυλίδι που δώρισε, σε ανάμνηση της φιλίας και της συνεργασίας τους, ο Ιωάννης Καποδίστριας στον επιστήθιο φίλο του Ιωάννη Δομπόλη. Το κόσμημα δεν αναφέρεται στη διαθήκη του Δομπόλη μεταξύ των άλλων τιμαλφών που πέρασαν από την οικογένεια Καποδίστρια στην κατοχή του. Ωστόσο, φαίνεται πως, όπως και τα υπόλοιπα, ο Δομπόλης το δώρισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο με τη σειρά του, τον Δεκέμβριο του 1919, το παραχώρησε στη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Η σφενδόνη του δαχτυλιδιού φέρει εγχάρακτο το μονόγραμμα του Κυβερνήτη (ΙΚ), περικυκλωμένο από ένα φίδι το οποίο τρώει την ουρά του. Ο ουροβόρος όφις, σύμβολο αιωνιότητας, ανανέωσης και αναγέννησης, του οποίου οι καταβολές εντοπίζονται στην αρχαία αιγυπτιακή και ελληνική εικονογραφία, δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη δραστηριοποίηση των δύο ανδρών στον χώρο του μυστικού, φιλοσοφικού και επαναστατικού εταιρισμού.

(Γεώργιου Διομήδη, Το Ορφανοτροφείο της Αίγινας, λιθογραφία, Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη, «Το Ορφανοτροφείο της Αίγινας», Μέντωρ 26 (1993), Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων / Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)

Το Ορφανοτροφείο της Αίγινας

Στο πλαίσιο της συγκρότησης εκπαιδευτικού συστήματος, βασικό μέλημα του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν η συνάθροιση, η περίθαλψη και η διαπαιδαγώγηση των ορφανών παιδιών, ο αριθμός των οποίων ανέβηκε κατακόρυφα μέσα στα χρόνια της Επανάστασης. Πέραν των πρώτων, πρόχειρων δομών στον Πόρο και το Ναύπλιο, στα μέσα του 1828 ξεκίνησε η οικοδόμηση ενός νέου κτηρίου για τη στέγαση των αναξιοπαθούντων ελληνοπαίδων στην Αίγινα. Το Ορφανοτροφείο άνοιξε τις πόρτες του τον Μάρτιο του 1829, για να υποδεχτεί τα πρώτα 500 ορφανά. Πρώτος επίτροπος του ιδρύματος ανέλαβε ο αδελφός του Κυβερνήτη Βιάρος Καποδίστριας (1774-1842), ενώ, λίγους μήνες αργότερα, πρόεδρος της επί του Ορφανοτροφείου επιτροπής διορίστηκε ο επιφανής Επτανήσιος λόγιος και στυλοβάτης του καποδιστριακού καθεστώτος Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860).

Το Ορφανοτροφείο προσέφερε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κάλυπτε τις καθημερινές ανάγκες διατροφής και ιματισμού των τροφίμων του. Παράλληλα, ο Μουστοξύδης φρόντισε για τη στοιχειώδη διαπαιδαγώγηση των ορφανών και την εξοικείωσή τους με χειρωνακτικές τέχνες. Προσαρτημένο στον χώρο, λειτουργούσε και ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, καθώς και τάξεις ελληνικών μαθημάτων.

Οι εγκαταστάσεις του Ορφανοτροφείου δεν επιτελούσαν μόνο εκπαιδευτικούς σκοπούς. Με πρωτοβουλία του Καποδίστρια και του Μουστοξύδη, στο κτήριο φιλοξενήθηκαν οι πρώτοι πυρήνες μουσειακών συλλογών του Ελληνικού Κράτους. Στους χώρους του Ορφανοτροφείου ιδρύεται και το πρώτο Αρχαιολογικό μουσείο της Ελλάδας.

Το κατάστιχο των εξόδων του Ορφανοτροφείου και το εβδομαδιαίο πρόγραμμα διατροφής δίνουν μία παραστατική εικόνα της καθημερινότητας των παιδιών. Μεταξύ των καταγραφών εντοπίζονται χρήματα που καταβλήθηκαν για να αγοραστούν σιτάρι, ύφασμα, ξύδι, ψάρια, στάχτη, τσάι, βούτυρο, μακεδονήσι (μαϊντανός), λεμόνια, θυμίαμα και πρόκες. Αντίστοιχα, η καθημερινή σίτιση των ορφανών περιλάμβανε δύο γεύματα την ημέρα, αποτελούμενα αποκλειστικά από ρύζι, όσπρια, φρούτα και λαχανικά, ενώ κρέας και τυρί προσφερόταν μόνο μία φορά την εβδομάδα, κάθε Κυριακή.

(Αύγουστου Πικαρέλλη, Ανδρέας Μουστοξύδης, π. 1910, ελαιογραφία, Μουσείο Ιστορίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Παυλόπουλου, Έλενας Κίττα, Άννας-Μαρίας Κάντα, Ελευθερίας Κέντρου, Ανδρέα Σαμπατάκου, Γεώργιου Μαστροθεόδωρου, Κωνσταντίνου Νικάκη, Η Συλλογή προσωπογραφιών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2009, σ. 73 / Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)

Προσωπογραφία και Επιστολή του Ανδρέα Μουστοξύδη

Ο λόγιος και πολιτικός Ανδρέας Μουστοξύδης υπήρξε ένας από τους στενότερους και πλέον ωφέλιμους συνεργάτες του Ιωάννη Καποδίστρια. Έχοντας σπουδάσει νομικά στην Πάντοβα, δίδαξε Ιταλικά και Λατινικά στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης που λειτουργούσε στη Μονή της Παναγίας της Τενέδου στην Κέρκυρα. Την ίδια περίοδο, στη Σχολή δίδασκε Στοιχεία Φιλοσοφίας ο Καποδίστριας, ο οποίος κατείχε και τον τίτλο του έφορου. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μουστοξύδης, από το Τορίνο, όπου εργαζόταν στην τοπική ρωσική πρεσβεία, ανέλαβε δυναμική δράση, προπαγανδίζοντας τις ελληνικές θέσεις στο δημόσιο διάλογο, μέσω επιστολών, άρθρων και στιχουργημάτων.

Με την ανάληψη του αξιώματος του Κυβερνήτη της Ελληνικής Πολιτείας από τον Καποδίστρια, ο Μουστοξύδης άρχισε να παίζει κομβικό ρόλο στη συγκρότηση των πρώτων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεσμών του κράτους. Ο Επτανήσιος λόγιος επόπτευσε τη σύσταση του πρώτου Εθνικού Τυπογραφείου και διορίστηκε έφορος του Κεντρικού Σχολείου της Αίγινας, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, όπου στεγάστηκαν και λειτούργησαν η πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη και το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο, όλα υπό την υψηλή εποπτεία του Μουστοξύδη.

Με την επιστολή του προς τον Γραμματέα Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Παιδεύσεως, αιτείται κρατική οικονομική ενίσχυση ύψους 400 φοινίκων, για τον εξοπλισμό του ορφανοτροφείου με όργανα γυμναστικής. Μεταξύ των καταγραφών εντοπίζονται ἵππος ξύλινος, πηδοστέφανα, δυναμόμετρα και διελκυνστίδα ἐκ σχοινίου.

Τα Αλληλοδιδακτικά Σχολεία

Πολλά από τα «κοινά» σχολεία της οθωμανικής περιόδου συνέχισαν τη λειτουργία τους όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της Ελλάδας, συνεχίζοντας να παρέχουν στοιχειώδεις γνώσεις Ανάγνωσης, Γραφής και Αριθμητικής. Ωστόσο, τα υποτυπώδη αυτά σχολικά μορφώματα άρχισαν σταδιακά να αντικαθίστανται από τα «αλληλοδιδακτικά», δράση η οποία βρήκε θερμή ανταπόκριση. Σε ορισμένες περιπτώσεις κρατικής αλλά συνήθως λαϊκής (ιδιωτικής ή συλλογικής) πρωτοβουλίας, τα δεκάδες αλληλοδιδακτικά σχολεία που συστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια, κυρίως στην περιφέρεια των πόλεων και των κωμοπόλεων, συγκρότησαν το πρώτο σώμα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα. Η διδακτική ύλη, στενά συνδεδεμένη με το στοιχείο της εθνικής παράδοσης και της ορθόδοξης πίστης, περιλάμβανε Ανάγνωση, Γραφή, Ιχνογραφία, Γραμματική και Χριστιανική Κατήχηση. Η διδασκαλία γινόταν αυστηρά βάσει των επιταγών του Οδηγού της αλληλοδιδακτικής μεθόδου του Σαραζίνου και εν πολλοίς προέβλεπε την καθοδήγηση των πιο αδύναμων μαθητών από τους πιο ικανούς. Η επιτυχής διάδοση της παιδείας χάρη στα αλληλοδιδακτικά σχολεία και η κυβερνητική προσπάθεια ελέγχου τους, σε όλο τους το υπαρξιακό φάσμα, καταδεικνύει μία επιθυμία για συγκρότηση ενιαίου και κυρίως δημόσιου εκπαιδευτικού μηχανισμού, αλλά και μία τάση για υιοθέτηση σύγχρονων, δυτικοευρωπαϊκών προτύπων στην ελληνική πραγματικότητα.

Η επιστολή που συνέταξε στις 13 Φεβρουαρίου 1830 ο διευθυντής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της Αίγινας Ν. Νικητόπουλος, πέραν του ότι δίνει μία ιδέα του τρόπου λειτουργίας του ιεραρχικού μηχανισμού του νεοσύστατου εκπαιδευτικού συστήματος, φέρει μία ιδιαίτερου εικαστικού ενδιαφέροντος σφραγίδα, η οποία αποδίδει μία σχολική τάξη, τη στιγμή του διδακτικού έργου.

(Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)
(Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)

Τα Ελληνικά Σχολεία

Τα ελληνικά σχολεία, τα οποία επίσης προϋπήρχαν όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ιωάννης Καποδίστριας, δεν βρέθηκαν στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος, το οποίο είχε προσηλωθεί στη διοργάνωση του δικτύου των αλληλοδιδακτικών και την παροχή στοιχειώδους παιδείας. Τα ελληνικά σχολεία, συστημένα κατά κύριο λόγο εντός πυκνοκατοικημένων περιοχών, αποτέλεσαν τον κορμό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το διδακτικό τους πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά ανομοιογενές, όμως σε γενικές γραμμές επικεντρωνόταν στην επεξεργασία κειμένων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κυρίως ηθικολογικού χαρακτήρα (Αίσωπος, Πλούταρχος, Λουκιανός). Σε ορισμένες περιπτώσεις, στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν Μαθηματικά, Χριστιανική Ηθική και σπανιότερα Ιστορία, Γεωγραφία και Φυσική.

Το παρόν εβδομαδιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας είναι ενδεικτικό ενός ελληνικού σχολείου με προχωρημένο γνωσιακό επίπεδο διδασκόντων και μαθητών.

Προσωπογραφία Αδαμάντιου Κοραή και Κατάλογος Σχολικών Βιβλίων

Ο κορυφαίος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), παρά την αρχική θετική προδιάθεση που φαινόταν να είχε απέναντι στον Ιωάννη Καποδίστρια, τάχθηκε δυναμικά στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, όταν ο Κερκυραίος πολιτικός ανέλαβε Κυβερνήτης της Ελλάδας. Η σαφής τοποθέτηση του Κοραή υπέρ του δημοκρατικού φιλελευθερισμού τον έφερε σε μοιραία αντίθεση με την συγκεντρωτική πολιτική του Καποδίστρια. Ο επιφανής λόγιος στηλίτευσε με σφοδρότητα το καθεστώς Καποδίστρια και ευχήθηκε, ανώνυμα και επώνυμα, τον καταποντισμό του. Ακόμα και το φυλλάδιο το οποίο ο Κοραής εξέδωσε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη χαρακτηρίζεται από οξύτητα και αμείλικτη κριτική. Χαρακτηριστικά, οι δολοφόνοι καταγγέλλονται επειδή με την πράξη τους λύτρωσαν τὸν παραβάτην τῶν ἑλληνικῶν νόμων Ιωάννη Καποδίστρια, από την τιμωρία που έμελλε σύντομα να του επιβάλλει η Ελληνική Πολιτεία, τὴν ἄτιμον ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἔξωσιν αὐτοῦ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την εποχή που ο Κοραής στηλιτεύει τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, ο Κυβερνήτης, στον κατάλογο των βιβλίων που αποστέλλει για εκπαιδευτικούς σκοπούς στην Κέα, συμπεριλαμβάνει και ένα σῶμα ἀτάκτων έργων του επικριτή του. Μεταξύ των καταγραφών εντοπίζονται διδακτικά έργα Μαθηματικῶν του Κωνσταντίνου Κούμα (1777-1836), Ἡθικῆς του Νεόφυτου Βάμβα (1776-1855) και Ἄλγεβρας του Κοσμά Μπαλάνου (1731-1808).

Παρά την όποια εχθρότητα που μπορεί να υπήρχε ανάμεσα στον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ιωάννη Καποδίστρια, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μία διάθεση ιστορικού εξιλασμού, κόσμησε τον προαύλιο χώρο του με τους ανδριάντες τους, τον έναν σε αντιπαραβολή με τον άλλον, αποδίδοντας έτσι φόρο τιμής στους δύο άνδρες που, αν μη τι άλλο, προσέφεραν τα μέγιστα στην ελληνική παιδεία.

(Αύγουστου Πικαρέλλη, Αδαμάντιος Κοραής, π. 1910, ελαιογραφία, Μουσείο Ιστορίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Παυλόπουλου, Έλενας Κίττα, Άννας-Μαρίας Κάντα, Ελευθερίας Κέντρου, Ανδρέα Σαμπατάκου, Γεώργιου Μαστροθεόδωρου, Κωνσταντίνου Νικάκη, Η Συλλογή προσωπογραφιών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2009, σ. 71 / Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)
(Κεντρική Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αρχείο Μινιστέριου, Γραμματείας, Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια)

Αρχιτεκτονικά Σχέδια Σχολείων στο Λεωνίδιο και τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Ιωάννης Καποδίστριας κατά την υλοποίηση του φιλόδοξου εκπαιδευτικού του προγράμματος ήταν η έλλειψη υποδομής. Συχνά το διδακτικό έργο λάμβανε χώρα στην ύπαιθρο, ενώ δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που οι μαθητές στοιβάζονταν σε ερειπωμένα, ασκεπή ή και ετοιμόρροπα κτήρια. Για την επίλυση του προβλήματος επιτάχθηκαν ή μισθώθηκαν οικήματα, καταστήματα και ναοί, επισκευάστηκαν προβληματικές δομές και μετασκευάστηκαν χώροι που προορίζονταν για τελείως διαφορετική χρήση. Βεβαίως, η κυβέρνηση επιδόθηκε και στην οικοδόμηση νέων διδακτηρίων, με τον ίδιο τον Κυβερνήτη επικεφαλής του εγχειρήματος, να εγκρίνει ως και τα αρχιτεκτονικά σχέδια, σε μία προσπάθεια προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος.

Προτομές των Ιωάννη Καποδίστρια και Ιωάννη Εϋνάρδου

Με στόχο την κατάρτιση δασκάλων, ικανών να διευθύνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συστάθηκε, στα τέλη του 1829, το Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας. Τη διεύθυνση ανέλαβαν οι Γεώργιος Γεννάδιος (1786-1854) και Ιωάννης Βενθύλος (1804-1854), ενώ έφορος διορίστηκε ο ακάματος Ανδρέας Μουστοξύδης. Στο Σχολείο παρεχόταν υψηλού επιπέδου, «μεταδευτεροβάθμια» εκπαίδευση, που περιλάμβανε Αρχαία Ελληνικά, Μαθηματικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Ιχνογραφία, Γαλλικά, ακόμα και Μουσική.

Τη λύση στο πρόβλημα της στέγασης του ιδρύματος έδωσε ο Ελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος (1775-1863), χάρη στη δωρεά του οποίου δημιουργήθηκε, δίπλα στη Μητρόπολη της Αίγινας, το κτήριο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις. Το Κεντρικό Σχολείο, λόγω της γενναιοδωρίας αυτής, έμεινε γνωστό ως Εϋνάρδειο Διδασκαλείο. Στις αίθουσές τους, εκτός από δασκάλους και μαθητές, το Εϋνάρδειο έμελλε να φιλοξενήσει την πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη, το Σχολαρχείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αίγινας.

Το 1866 ανιδρύθηκαν στον Εθνικό Κήπο οι δύο προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια και του Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδου. Η πρώτη δημιουργήθηκε με δωρεά φιλελλήνων Ελβετών και η δεύτερη με δωρεά της συζύγου του Εϋνάρδου Άννας (1793-1868). Και τις δύο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Ιωάννης Κόσσος (1822-1873). Τα μνημεία χαρακτηρίστηκαν ελάχιστος φόρος τιμής ενώπιον της ευεργετικής για την Ελλάδα δράσης των δύο ανδρών.

(Ιωάννη Κόσσου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας / Ιωάννης Γ. Εϋνάρδος, 1866, μάρμαρο, Εθνικός Κήπος, Αθήνα, φωτ. Δημήτρη Παυλόπουλου)

Κρατικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Καποδιστριακής Περιόδου

Το Ορφανοτροφείο, το Πρότυπο Σχολείο, το Κεντρικό Σχολείο και το Προκαταρτικό Σχολείο της Αίγινας, καθώς και το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου, το Εκκλησιαστικό Σχολείο του Πόρου και το Γεωργικό Σχολείο (Πρότυπο Αγροκήπιο) της Τίρυνθας αποτελούν τα αμιγώς κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιόδου διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια. Οι δομές αυτές, επικεντρωμένες στην πρακτική-τεχνική κατάρτιση των μαθητών τους, ιδρύθηκαν με κυβερνητική πρωτοβουλία και λειτούργησαν υπό την άμεση διοίκηση και χρηματοδότηση της πολιτείας. Ο «εκπαιδευτικός χάρτης» της καποδιστριακής περιόδου φανερώνει ένα τιτάνιο δημόσιο έργο, που στο επίκεντρό του έθετε την κοινωνική χρησιμότητα της παιδείας.

(Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου / Γραφιστική επεξεργασία: Ρεβής Ιωάννης)

Κριτική στην Εκπαιδευτική Πολιτική του Καποδίστρια

Ο εκδότης της εφημερίδας Αναστάσιος Πολυζωίδης, δυναμικό μέλος της αντικαποδιστριακής παράταξης, με το άρθρο του «Τωρινὴ ἀνάγκη τῆς Ἑλλάδος», ψέγει το εκπαιδευτικό σύστημα της καποδιστριακής περιόδου. Σύμφωνα με τον συντάκτη τὰ σχολεῖα εὑρίσκονται εἰς ἀθλιεστάτην κατάστασιν. Με απαξία σημειώνεται ότι ακόμα και οι φιλομαθείς νέοι του Κεντρικού Σχολείου της Αίγινας, που ήλπιζαν να διδαχθούν τα έργα των αρχαίων κλασικών, είναι υποχρεωμένοι να ακούν τα λόγια σοφιστών της αλεξανδρινής και της βυζαντινής περιόδου. Η ίδια η μελέτη των έργων του Πλάτωνα, η οποία δεν έπαψε ούτε από τους Σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απαγορεύθηκε αυστηρά από το καποδιστριακό καθεστώς. Εκτός από την αλληλοδιδακτική και τη διδασκαλία μερικών βασικών κανόνων γραμματικής, κανένα άλλο εκπαιδευτικό έργο δεν λαμβάνει χώρα στα ελληνικά σχολεία. Δεδομένου του εκπαιδευτικού αυτού συστήματος εἰμποροῦν νὰ μορφωθοῦν μηχαναὶ εὐπειθεῖς, ἀλλ’ ὄχι ἄνθρωποι νοήμονες.

(Απόλλων: Εφημερίς της Ύδρας, τ. 6, 28 Μαρτίου 1831, Συλλογή Άρη Κατωπόδη / Wikimedia Commons)
(Μουσείο Μπενάκη, Νομισματική Συλλογή Τράπεζας της Ελλάδος)

Μετάλλια Φιλομάθειας

Βραβεία τα οποία κόπηκαν το 1830, ώστε να τιμήσουν τους επιμελείς μαθητές του αλληλοδιδακτικού σχολείου του Ναυπλίου. Στη συνέχεια, τέτοια μετάλλια φιλομάθειας απονέμονταν σε μαθητές και άλλων σχολείων.

ΠΙΣΩ