Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας

Ταυτότητα
Οι συλλογές του Μουσείου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας έχουν ως στόχο την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, ενισχύοντας την επιστημονική έρευνα και τη μετάδοση της γνώσης τόσο στην πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό. Για την εκπλήρωση των στόχων του το Μουσείο δημιουργεί και συντηρεί διδακτικές και ερευνητικές συλλογές απο τη χώρα και το εξωτερικό, διεξάγει επιστημονικές έρευνες, διοργανώνει διαλέξεις, εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες εκδηλώσεις που βοηθούν στην διάδοση της γνώσης και στην ανάδειξη και προστασία των ευρημάτων της χώρας. Μέσω της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης μαθητών και φοιτητών σε θέματα Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Γεωλογίας καθώς και τη γενική διάδοση γνώσεων για την Ελληνική φύση, συμβάλλει στην ευαισθητοποίησή τους σε θέματα περιβάλλοντος. Ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις των καιρών και τη σταδιακή στροφή προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συγκεκριμένες πρώτες ύλες και κρίσιμα μέταλλα, το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας στοχεύει στην ανάδειξη και επιστημονική τεκμηρίωση ορυκτολογικών συλλογών από περιοχές της Ελλάδος με εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας. Η αναγκαιότητα ανάδειξης της σπουδαιότητας του ορυκτού πλούτου, καθιστούν επιβεβλημένο έναν από τους σημαντικότερους στόχους του Μουσείου που είναι η άμεση διάχυση της γνώσης σε ένα μη επιστημονικά καταρτισμένο κοινό μέσα από προγράμματα διαδραστικών και ψηφιακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Ιστορικό
Οι συλλογές του Μουσείου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας δημιουργήθηκαν μέσα στα πλαίσια της Φυσιογραφικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το έτος 1835. Το Πανεπιστήμιο περιέλαβε τις συλλογές στους χώρους χρήσης του από την ίδρυσή του, το 1837, ενώ απο το 1858 άρχισε να λειτουργεί, μαζί με τις συλλογές Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, σαν παράρτημα του Φυσιογραφικού Μουσείου. Το 1908 από τις συλλογές του Φυσιογραφικού Μουσείου δημιουργήθηκαν τα Πανεπιστημιακά Μουσεία Ορυκτολογίας - Πετρογραφίας, Παλαιοντολογίας - Γεωλογίας, Ζωολογίας και Βοτανικής και από τότε λειτουργούν ως ανεξάρτητα παραρτήματα. Από το έτος 1982 υπάγεται στο τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος και εξαρτάται διοικητικά από τον Τομέα Ορυκτολογίας και Πετρολογίας. Οι Καθηγητές Ορυκτολογίας και Πετρολογίας, Η. Μητσόπουλος, Κ. Μητσόπουλος, Θ. Σκούφος, Κ. Κτενάς, Γ. Γεωργαλάς, Μ. Μητσόπουλος, Α. Γεωργιάδης και Γ. Μαράκης ήταν διαδοχικά και διευθυντές του Μουσείου, την περίοδο 1858 μέχρι το 1993. Το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας στεγάστηκε, μέχρι το έτος 1979, στο κτήριο “Κωστής Παλαμάς” της οδού Ακαδημίας, οπότε οι συλλογές του μεταφέρθηκαν στην Πανεπιστημιούπολη, όπου και παρέμειναν αποθηκευμένες έως το 1996. Κατά την μεταφορά αυτή, η συλλογή του Μουσείου υπέστη σημαντικότατη ζημιά, ενώ ένας αριθμός δειγμάτων καταστράφηκε. Τα έτη 1996 έως 1999 και υπό την επίβλεψη των Καθηγητών Κ. Σιδέρη και Α. Κατερινόπουλου έγινε εξαρχής ταξινόμηση και αναγνώριση των δειγμάτων του Μουσείου από τον Δρ. Π. Βουδούρη. Το Μουσείο επαναλειτουργεί από την 7η Φεβρουαρίου 2000, υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Α. Κατερινόπουλου (2000-2017) και στη συνέχεια από Α. Μαγκανά (2017-2020) και Π. Βουδούρη (2020-σήμερα). Στην πλειονότητά τους τα εκθέματα του Μουσείου αποκτήθηκαν κυρίως από δωρεές καθώς και από αγορές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ορισμένες από τις οποίες περιγράφονται παρακάτω: Τις πρώτες σημαντικές συλλογές απέκτησε το Μουσείο το 1858 και 1860 έπειτα από δωρεές των Kämmerer και Χαριτώφ, υπουργικού συμβούλου και πρόξενου στην Αγ. Πετρούπολη, αντίστοιχα, που περιελάμβαναν δείγματα ορυκτών και πολυτίμων λίθων από την Τσαρική Ρωσία. Σπουδαία δωρεά, με ορυκτά του Ελλαδικού χώρου ήταν εκείνη των Όθωνα και Αμαλίας το 1863. Οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν σημαντικά με τη δωρεά του Φ. Νέγρη το 1928, και του Σ. Παπαβασιλείου με ορυκτά από την Νάξο. Πρόσφατα (1997-σήμερα) έλαβαν χώρα δωρεές του Αν. Τάταρη, Χ. και Κ. Καπέλλα, Γ. Βαφείδη, Α. Τσολάκου, Π. Βουδούρη, οικογ. Μεταξά, Α. Κατερινόπουλου και Χ. Σολωμού με ορυκτά από τον Ελλαδικό χώρο και το εξωτερικό και του Ν. Λαμπρινίδη με κατεργασμένους και ακατέργαστους πολύτιμους λίθους. Ήδη από το 2000 το μουσείο εμπλουτίσθηκε με νέες προθήκες και εκθέματα, οι οποίες και αποτέλεσαν τη βάση για ποικίλα εκπαιδευτικά προγράμματα. Σήμερα γίνεται επαναταξινόμηση και αναδιοργάνωση των συλλογών του Μουσείου, στη βάση ενός νέου σχεδιασμού για τη μελλοντική λειτουργία του. ύτταρο στο πλαίσιο λειτουργίας της Αστυκλινικής, των αλλαγών που υπέστη στο διάβα του χρόνου και των σταθμών μετεξέλιξης στη σημερινή του μορφή.

Ομάδες Κοινού
Αποδέκτες του εκθεσιακού και ενημερωτικού υλικού του μουσείου είναι φοιτητές προπτυχιακού και μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών, γεωλόγοι, Μουσεία Φυσικής Ιστορίας, συλλέκτες ορυκτών, δάσκαλοι και καθηγητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, αρχαιολόγοι, μουσειολόγοι και το ευρύ κοινό. Επίσης, το Μουσείο διαθέτει τις συλλογές του για έρευνα και μελέτη σε Έλληνες και ξένους ερευνητές, με τα αποτελέσματά τους να δημοσιοποιούνται σε επιστημονικές ημερίδες, συνέδρια και περιοδικά.

Συλλογές & Εκθέματα
Το Μουσείο διαθέτει σήμερα τουλάχιστον 10.000 δείγματα ορυκτών και 15.000 δείγματα πετρωμάτων και μεταλλευμάτων, από τα οποία εκτίθενται στις προθήκες περίπου 3500 δείγματα ορυκτών και 400 δείγματα πετρωμάτων. Το μουσείο Ορυκτολογίας-Πετρολογίας διαθέτει την καλύτερη συστηματική συλλογή ορυκτών στην Ελλάδα με περισσότερα από 700 είδη ορυκτών ταξινομημένων σε όλες τις γνωστές κατηγορίες ταξινόμησης. Στις συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνεται κι ένα πλούσιο ιστορικό αρχείο με πρωτότυπα έγγραφα δωρεών π.χ Όθωνα και Αμαλίας, Φωκίωνος Νέγρη και ιστορικών γεωλογικών χαρτών. Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο μέσα στο κτηριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος. Το Μουσείο Ορυκτολογίας-Πετρολογίας του ΕΚΠΑ διαθέτει όχι μόνο την παλαιότερη ορυκτολογική-πετρογραφική συλλογή στην Ελλάδα, αλλά επίσης μία συλλογή διεθνούς εμβέλειας, αφού σε αυτό εκτίθενται παγκοσμίου κλάσης δείγματα ορυκτών. Η σπουδαιότητα της συλλογής δεν οφείλεται μόνο στην παρουσίαση ιδιαίτερα αισθητικών δειγμάτων, αλλά και στην αφθονία και ποιότητα δειγμάτων ορυκτών από “κλασικές” θέσεις της πρώην Αυστρο-Ουγγρικής Μοναρχίας, της πρώην Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Τσαρικής Ρωσίας και κυρίως από τοποθεσίες που σήμερα είναι γνωστές μόνο από την βιβλιογραφία. Στις συλλογές του Μουσείου υπάρχει πληθώρα δειγμάτων από τα Μεταλλικά όρη της Βοημίας στη Σλοβακία, όπως το Schemnitz, Kremnitz, από το Freiberg της Σαξονίας, τα όρη Harz της Γερμανίας, το Siebenbuergen της Ρουμανίας (Nagyag, Banat, Felsobanya), τα Ουράλια όρη (περιοχές Miask, Nishne Tagil, Achmatovsk, Mursinka) και την Σιβηρία (περιοχή Nertschinsk), αλλά και άλλες γνωστές μεταλλευτικές τοποθεσίες του εξωτερικού, όπως την Κορνουάλη της Αγγλίας. Τα δείγματα που παρουσιάζονται στη κεντρική αίθουσα του Μουσείου καλύπτουν το μεγαλύτερο φάσμα των ορυκτών και πολυτίμων λίθων που εξορύχθηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα κυρίως από την περιοχή των Ουραλίων. Από την περιοχή Achmatovsk ξεχωρίζει ένα δείγμα μεγέθους περί τα 25cm με κρυστάλλους περοβσκίτη έως 3cm. Από το Nishne Tagil ξεχωρίζουν ένας σβώλος λευκόχρυσου 3 x 3 cm και δείγματα μαλαχίτη. Κροκοῒτης σε κρυστάλλους μήκους έως 2cm προέρχεται από το μεταλλείο Beresovsk κοντά στην πόλη Ekaterinburg. Την συλλογή συμπληρώνουν πολύτιμοι λίθοι που όμoιοί τους κοσμούν μόνο τις μεγαλύτερες ορυκτολογικές συλλογές στον κόσμο: ένα δείγμα με τοπάζια γαλάζιου χρώματος μήκους έως 5cm με καπνία από την περιοχή Murinska των Ουραλίων, ένας τρίδυμος κρύσταλλος αλεξανδρίτη μεγέθους 5cm από τα σμαραγδωρυχεία των Ουραλίων στο Malyshevo και ένα κομμάτι πηγματίτη μεγέθους 20cm με κρύσταλλους ζιρκόνιου έως 3cm από το Miask στην περιοχή των ορέων Ilmen. Εξαιρετικής διαφάνειας και καθαρότητας είναι οι κρύσταλλοι ακουαμαρίνας από την περιοχή Nertschinsk της ΝΑ. Σιβηρίας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν ένας διαυγής κρύσταλλος βηρύλλου (ποικ. ακουαμαρίνα) ύψους 18cm. Το μουσείο διαθέτει επίσης πληθώρα άλλων εκθεμάτων, “ιστορικών” δειγμάτων υψηλής αισθητικής, μερικά από τα οποία συγκαταλέγονται στα καλύτερα του είδους. Ξεχωρίζουν κρύσταλλοι αντιμονίτη ύψους 15cm από το Shikoku της Ιαπωνίας, κρύσταλλος φρανκλινίτη περί τα 10cm από το Franklin/New Jersey, ένα δείγμα περί τα 15cm με κρυστάλλους πυραργυρίτη 1cm πάνω σε χαλαζία από το Freiberg της Σαξονίας, διάφανοι κιτρινοπράσινοι και κόκκινοι κρύσταλλοι σφαλερίτη έως 1cm απο το Kapnik της Ρουμανίας, μοναδικά δείγματα με διάφανους κρύσταλλους τοπάζιου κίτρινου χρώματος από το Schneckenstein της Σαξονίας, βεζουβιανού από τον Βεζούβιο (κρύσταλλοι έως 2cm), και ανάλκιμου (κρύσταλλοι έως 7cm απο το Seisser Alm στο Νότιο Τιρόλο). Τέλος, ένα δείγμα καπνία χαλαζία σε μορφή σκήπτρου ύψους 75cm που εξορύχθηκε απο το Minas Gerais της Βραζιλίας αποτελεί μοναδικό έκθεμα του Μουσείου. Εξέχουσα θέση στο Μουσείο κατέχουν δείγματα από “κλασικές” θέσεις του Ελλαδικού χώρου, όπως το Λαύριο, τη Σέριφο και τη Χαλκιδική. Από το Λαύριο (στο οποίο και είναι αφιερωμένη η πρώτη αίθουσα του Μουσείου) παρουσιάζεται μια μοναδική συλλογή από σμιθσονίτες χρώματος πράσινου, τυρκουάζ, γαλάζιου, κίτρινου, από την οποία ξεχωρίζει ένα δείγμα σταλαγμιτοειδούς σμιθσονίτη μήκους περί τα 60cm, μοναδικού στον κόσμο. Η συλλογή αυτή χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα έως αρχές του 20ου αιώνα. Από την συλλογή ορυκτών του Λαυρίου, κανείς μπορεί να θαυμάσει εξαιρετικά δείγματα απο τα ορυκτά αδαμίνη (κρύσταλλοι πράσινου και χαλάζιου χρώματος), σερπιερίτη (βελονοειδείς μπλέ κρύσταλλοι που καλύπτουν ασβεστίτη από την περιοχή του μεταλλείου Σερπιέρι στην Καμάριζα) και σπανιώτατα δείγματα με κρυστάλλους γαληνίτη (μεγέθους έως 8cm), και σφαλερίτη (κρύσταλλοι έως 2cm) μαζί με χαλαζία από το Αυλάκι. Οι συλλογές Σερίφου, Νάξου και Χαλκιδικής περιέχουν ιστορικά δείγματα αντιπροσωπευτικά για κάθε περιοχή. Από την Σέριφο διακρίνουμε ένα δείγμα με συσσωμάτωμα κρυστάλλων πράσινου χαλαζία (“πράσιου”) απο τη περιοχή του Αβεσαλλού. Από την Χαλκιδική και συγκεκριμένα από το μεταλλείο Ολυμπιάδος, ξεχωρίζει ένα δείγμα σιδηροπυρίτη με ακμές έως 15cm, και τέλος απο τη Νάξο ίσως το καλύτερο Ελληνικό δείγμα του Μουσείου, ένα δείγμα μεγέθους περίπου 30cm με κρύσταλλους σάπφειρου βαθυκύανου χρώματος μεγέθους έως 3cm σε παραγένεση με μαργαρίτη και τουρμαλίνη.

Εκδηλώσεις & Δράσεις
Ποικίλες εκδηλώσεις όπως τα «Πρωινά Κυριακής στο Μουσείο Ορυκτολογίας», με εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ξεναγήσεις, και ομιλίες με στόχο την εξοικείωση του κοινού με τον κόσμο των ορυκτών και πετρωμάτων ή εκθέσεις όπως η «Έκθεση Ελλήνων Συλλεκτών Ορυκτών», με προσωπικές συλλογές ορυκτών από όλο τον κόσμο.

Προσβασιμότητα
Το μουσείο είναι προσβάσιμο σε ΑμεΑ από την είσοδο που υπάρχει στην πλαϊνή όψη του Μουσείου (υπό ανακατασκευή στην παρούσα φάση).

Λειτουργία
Ανοιχτό από Δευτέρα έως Παρασκευή 9.00 - 14.00. Παραμένει κλειστό τις αργίες, στις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και τον μήνα Αύγουστο.
Όνομα διευθυντή: Παναγιώτης Βουδούρης, Καθηγητής Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος.

Απόφαση Ίδρυσης
ΦΕΚ 86/A'/23.3.1932 ΦΕΚ 1969/3.11.1999

Πανοραμική άποψη της πρώτης αίθουσας του Μουσείου με ορυκτά Λαυρίου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Μερική άποψη της πρώτης αίθουσας του Μουσείου με ορυκτά Λαυρίου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Μερική άποψη της πρώτης αίθουσας του Μουσείου με ορυκτά Λαυρίου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Πανοραμική άποψη της κύριας αίθουσας του Μουσείου με ορυκτά εξωτερικού, Ελλάδας και συστηματική συλλογή.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Μερική άποψη της δεύτερης αίθουσας του Μουσείου με εκπαιδευτικές - διδακτικές συλλογές (πολυτίμοι λίθοι, βιομηχανικά ορυκτά, μετεωρίτες, φθορίζοντα ορυκτά, ορυκτά και ανθρώπινο σώμα).

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Συλλογή σμιθσονιτών από τα μεταλλεία του Λαυρίου (19ος αιώνας) που εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Κρύσταλλοι γύψου ύψους έως 70 εκ. από το Σούνιο, που εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Κρύσταλλος καπνία χαλαζία σε μορφή σκήπτρου από το Minas Gerais, Βραζιλία, στην κεντρική αίθουσα του Μουσείου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Κρύσταλλοι βήρυλλου (ποικ. ακουαμαρίνα) από το μεταλλείο Nertschinsk, όρη Adun-Chilon, Ρωσία.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Άποψη προθήκης με κατεργασμένους και ακατέργαστους πολύτιμους λίθους στη δεύτερη αίθουσα του Μουσείου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ

Άποψη προθήκης με φθορίζοντα ορυκτά σε υπεριώδες φως από την δεύτερη αίθουσα του Μουσείου.

© Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ